- γλυκοτραγουδώ
- γλυκοτραγουδάω 1. αμετ. нежно, сладко петь (о человеке);2. μετ. воспевать (кого-л.);1) — воспеваться;
γλυκοτραγουδιέμαι
2) быть пропетым с нежностью, с чувством
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκοτραγουδιέμαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκοτραγουδώ — ( άω) 1. τραγουδώ ευχάριστα 2. εξυμνώ κάτι με ευχάριστο τραγούδι … Dictionary of Greek
γλυκοτραγουδώ — γλυκοτραγούδησα, γλυκοτραγουδήθηκα, γλυκοτραγουδισμένος, τραγουδώ ευχάριστα, μελωδικά: Το παλικάρι γλυκοτραγουδούσε κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδίζω — [άδω] γλυκοτραγουδώ … Dictionary of Greek
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek
καλοφωνάζω — (Μ) τραγουδώ ωραία, γλυκοτραγουδώ … Dictionary of Greek
καλοφωνίζω — (Μ) τραγουδώ ωραία, γλυκά, γλυκοτραγουδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού καλοφωνῶ από τον αόρ. καλοφώνησα που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστώτα σε ίζω] … Dictionary of Greek